- ακατούρητος
- -η, -ο και ακατούριγος, -η, -ο [κατουρώ]1. αυτός που δεν έχει ουρήσει (ή δεν έχει αποπατήσει)2. εκείνος που δεν έχει βραχεί, δεν έχει βρομιστεί με ούρα«κατουρημένες κι ακατούριγες (αγγουρόφλουδες) τίς έφαγε».
Dictionary of Greek. 2013.